- ξεκούρασμα
- τοτο αποτέλεσμα τού ξεκουράζω, η ξεκούραση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκούρασμα — το, ατος ανάπαυση, ανάπαυλα, ανακούφιση: Δουλεύει χωρίς ανάσα και χωρίς ξεκούρασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέσκασμα — το [ξεσκάζω] απαλλαγή από φροντίδες, ψυχαγωγία, ξεκούρασμα … Dictionary of Greek
άνεση — η χαλάρωση, ξεκούρασμα, ανακούφιση: Οι άνθρωποι έχουν σήμερα ανέσεις που ούτε να τις φανταστούν μπορούσαν πριν μερικά χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπαυλα — η μικρό σταμάτημα της δουλειάς, διάλειμμα, ξεκούρασμα: Μήνες τώρα δούλευε χωρίς ανάπαυλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπαυση — ανάπαυση, η και ανάπαψη, η 1. διακοπή της δουλειάς για ξεκούρασμα: Το μεσημέρι είχαν και μια ώρα για φαγητό και ανάπαυση. 2. ύπνος: Πήγε στο δωμάτιό του για ανάπαυση. 3. θάνατος: Ξεκουράστηκε μονάχα στην αιώνια ανάπαυση. 4. παράγγελμα στο στρατό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαμός — αναπαμός, ο και ανάπαμα, το το ξεκούρασμα, η ανάπαυση: Αυτός ο άνθρωπος αναπαμό δεν έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναψυχή — η ξεκούρασμα, ανακούφιση (σωματική και πνευματική): Πήγαν για αναψυχή το Σαββατοκύριακο σ ένα κοντινό νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαπόσταμα — το, ατος ξεκούρασμα, ανάπαυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκούραση — ξεκούραση, η και ξεκούρασμα, το, ατος ανάπαυση, απαλλαγή από την κούραση, ανακούφιση: Ο ύπνος είναι η ξεκούραση του κορμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)